- φωτοσβεστικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φωτοσβέστη.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτοσβέστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ο. Ι. Ιασονίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτοσβεστικός — ή, ό αυτός που ανήκει η αναφέρεται στο φωτοσβέστη (βλ. λ.): Η φωτοσβεστική κατάσταση της σουλτανικής Τουρκίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)